απ, επίρρ. [<αγγλ. up (= επάνω)], ιδίως εύχρ. στη φρ. είμαι απ ή είμαι στα απ μου, (στη νεοαργκό) βλ. συνηθέστ. είμαι χάι ή είμαι στα χάι μου, λ. χάι. Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν: πήραμε το φάκελο του οπάπ κι είμαστε απ κι είμαστε απ. Αντίθ. Ντάουν.